Μία δυσάρεστη πραγματικότητα εκτυλίσσεται σιωπηλά από τον Φεβρουάριο και έπειτα. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι θάνατοι στην Ελλάδα την περίοδο από την 8η έως την 31η εβδομάδα του 2021 (τέλος Φεβρουαρίου ως αρχές Αυγούστου) ήταν περισσότεροι κατά 9.295 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020 (+16,4%). Από την 8η εβδομάδα και ύστερα, κάθε εβδομάδα είχε περισσότερους θανάτους σε σχέση με την αντίστοιχη του 2020 χωρίς καμία εξαίρεση και με εύρος διαφοράς +0,3% έως +44,6%.
Δημοσιεύθηκε στο Capital στις 10/11/2021
Η πραγματικότητα μοιάζει πιο δυσάρεστη εάν η σύγκριση του αριθμού των θανάτων των εβδομάδων 8-31 του 2021 γίνει με τον αριθμό των αναμενόμενων θανάτων, όπως προκύπτουν από επεξεργασία των δεδομένων των ετών 2015-2020 (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). Οι εβδομάδες 8-31 του 2021, λοιπόν, χαρακτηρίστηκαν από 10.648 περισσότερους θανάτους σε σχέση με το αναμενόμενo (+19,3%). Και σε αυτήν τη σύγκριση, υπερβάλλοντες θάνατοι παρατηρήθηκαν σε κάθε μια εβδομάδα από το τέλος Φεβρουαρίου 2021 και έπειτα με κορύφωση την αύξηση κατά 60,4% την 31η εβδομάδα. Δηλαδή την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου πέθαναν 1.453 περισσότεροι συμπολίτες μας σε σχέση με το αναμενόμενο (+60,4%).
Η ξεχωριστή σύγκριση του αριθμού των θανάτων των εβδομάδων 8-31 του 2021 με την αντίστοιχη περίοδο των ετών 2015, 2016, 2017, 2018 και 2019 αναδεικνύει περισσότερο τα μοναδικά χαρακτηριστικά του φετινού φαινόμενου (+19,3%, +24,1%, +19,4%, +24,5%, +15,8%, αντίστοιχα). Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι ενώ έχουν παρατηρηθεί διακυμάνσεις στους αριθμούς των θανάτων των αντίστοιχων εβδομάδων μεταξύ των ετών 2015-2020, η διαφορά συνήθως κυμαίνονταν στο +/- 4%.
Η μελέτη και επεξεργασία των στοιχείων της υπερέχουσας θνησιμότητας ανά εβδομάδα δείχνει σημαντική ετερογένεια όσον αφορά στις χώρες της ΕΕ (στοιχεία The Economist). Επτά χώρες παρουσιάζουν μικρότερο του αναμενόμενου αριθμό θανάτων στις εβδομάδες 8-31 και συνολικά 14 χώρες έχουν υπερέχουσα θνησιμότητα μικρότερη του 5% ή καθόλου. Από την άλλη, οι υπόλοιπες 13 χώρες παρουσιάζουν αυξημένο αριθμό θανάτων από 9% (Ιταλία) έως 34% (Βουλγαρία). Η Ελλάδα με υπερέχουσα θνησιμότητα 17% (στοιχεία The Economist) βρίσκεται στο μέσον της χειρότερης κατηγορίας πίσω μόνον από πρώην σοβιετικά κράτη και περίπου 85% χειρότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπλέον ανησυχία προκαλεί η παρατήρηση ότι η υπερέχουσα θνησιμότητα στην Ελλάδα γενικώς βαίνει αύξουσα στο πέρασμα του χρόνου από την 8η στην 31η εβδομάδα σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η γνώση αυτών των στοιχείων βοηθάει να κατανοήσουμε ότι πρόκειται για γενικότερο φαινόμενο, το οποίο όμως έχει μορφοποιηθεί από ενδογενή χαρακτηριστικά.
Οι άμεσοι θάνατοι από τον SARS-CoV-2, δηλαδή οι θάνατοι ασθενών που ανέπτυξαν COVID-19, κατέχουν σημαντικό μερίδιο στην εξαιρετικά υψηλή υπερέχουσα θνησιμότητα των εβδομάδων 8-31 του 2021. Εν τούτοις, μπορούν να εξηγήσουν το φαινόμενο μόνο μερικώς για τους εξής λόγους. Πρώτον, το σύνολο των θανάτων από COVID-19 στην Ελλάδα ήταν 6.849 την αναφερόμενη περίοδο (στοιχεία WHO/ΕΟΔΥ), το οποίο αφήνει υπερέχουσα θνησιμότητα της τάξης του +7,2% αφού αφαιρέσουμε όλους τους θανάτους από COVID-19. Δεύτερον, ο αριθμός των θανάτων από COVID-19 στις επιμέρους εβδομάδες δεν ταιριάζει με τον υπερβάλλοντα αριθμό θανάτων των αντίστοιχων εβδομάδων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι εβδομάδες 25-31 (δεύτερο μισό Ιουνίου έως αρχές Αυγούστου), όπου οι υπερβάλλοντες θάνατοι ήταν 4.561, ενώ οι θάνατοι από COVID-19 ήταν 593. Τρίτον, η ηλικιακή κατανομή των υπερβαλλόντων θανάτων (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ) δεν ταιριάζει απόλυτα με την ηλικιακή κατανομή των θανάτων από COVID-19 (στοιχεία ΕΟΔΥ). Συνεπώς, οφείλουμε να αναζητήσουμε επιπλέον αιτιολογικούς παράγοντες.
Οι σκεπτικιστές των εμβολίων θα αναρωτηθούν εάν οι εμβολιασμοί μπορούν να εξηγήσουν την υπερέχουσα θνησιμότητα. Όμως, τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ανωτέρω δείχνουν ότι πολλές χώρες με υψηλή ή ικανοποιητική εμβολιαστική κάλυψη δεν παρουσιάζουν αυτό το φαινόμενο. Επίσης, δεν έχει παρατηρηθεί αυξημένη θνησιμότητα σε καμία κλινική δοκιμή, οι συμμετέχοντες των οποίων παρακολουθούνται στενά όλο αυτό το διάστημα. Επομένως, ο εμβολιασμός δεν έχει συμβάλει στους υπερβάλλοντες θανάτους. Αντίθετα, θα διαπιστώσουμε ότι τους έχει περιορίσει σημαντικά όταν μελετήσουμε τα αντίστοιχα δεδομένα των χωρών του μη-δυτικού κόσμου όπου η εμβολιαστική κάλυψη είναι περιορισμένη (στοιχεία The Economist).
Γιατί, λοιπόν, η Ελλάδα πρωταγωνιστεί στην υπερέχουσα θνησιμότητα ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες; Δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί αυτή η ερώτηση χωρίς ενδελεχή έρευνα όσον αφορά στις επιμέρους αιτίες θανάτου (λ.χ. αιφνίδιοι θάνατοι, θάνατοι από μεταστατικό καρκίνο, αυτοκτονίες, δολοφονίες, θάνατοι αποδιδόμενοι σε κατανάλωση παράνομων ουσιών ή αλκοόλ, τροχαία δυστυχήματα, άλλα ατυχήματα) και μία σειρά από άλλους παράγοντες. Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν στα πλαίσια αυτού του άρθρου.
Είναι πιθανόν ότι το σύστημα υγείας δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις και η αναδιάταξη προσωπικού, πόρων, και δομών ενδεχομένως έγινε με εμβαλωματικό τρόπο έχοντας ως αποτέλεσμα όχι τη θωράκιση, αλλά την περαιτέρω απορρύθμιση. Για παράδειγμα, οι χειρουργικές επεμβάσεις μειώθηκαν κατά 30% το 2020 και αναμένεται να κυμανθούν στα ίδια χαμηλά επίπεδα φέτος (στοιχεία Υπουργείου Υγείας) παρά το γεγονός ότι υπήρξε επαρκής χρόνος προετοιμασίας.
Επιπλέον, πρέπει να γίνει μελέτη του κόστους-αποτελέσματος των αυστηρών περιοριστικών μέτρων που επιβλήθησαν μετά το καλοκαίρι του 2020. Σύμφωνα με στοιχεία της Σχολής Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η Ελλάδα ήταν σταθερά στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ στο δείκτη αυστηρότητας κυβερνητικής αντίδρασης τους μήνες πριν και κατά την έναρξη του υπό συζήτηση φαινομένου (σκορ 80-90 με ανώτατο όριο το 100), ενώ την περίοδο Φεβρουάριος-Μάρτιος 2021 ήταν στην τρίτη θέση παγκοσμίως πίσω μόνο από τη μικρή νησιωτική χώρα Μαυρίκιος και την υπό κομμουνιστική διοίκηση Βενεζουέλα.
Μαζί με την COVID-19, τρέχει μια άλλη επιδημία, αθόρυβη και σιωπηλή. Έχει ήδη αφαιρέσει χιλιάδες ζωές στη χώρα μας και είναι πιθανόν ότι θα μας απασχολεί για αρκετό καιρό. Καταρχάς είναι επιβεβλημένη η αναγνώριση και η αποδοχή του προβλήματος από τις Αρχές και την επιστημονική κοινότητα και ακολούθως απαιτείται σοβαρή έρευνα ώστε αφού το πρόβλημα κατανοηθεί, κατά το δυνατόν να περιοριστεί.